NUPTIAE — a nubendo, quod nova Nupta seu Sponsa flammeô obnupta seu obvelata ad Sponsum olim deducebatur, Alias Matrimonium, Coniugium etc. erat viri et mulieris coniunctio legitima, vitae societatem continens, Ioh. Rosin. Antiqq. Rom. l. 9. c. 3. Quod… … Hofmann J. Lexicon universale
RECEM — civitasin tribu Beniamin, Ios. c. 18. v. 27. filius Hebron, 1. Paralip. c. 2. v. 43. Rex item Medianitarum, Numer c. 31. v. 8. quem Iosephus, l. 4. scribit sui nominis condidisse urbem, a Graecis postea Petram dictam. Latine, vacuus, vel vanus,… … Hofmann J. Lexicon universale
δέμω — (AM) 1. χτίζω, οικοδομώ 2. κατασκευάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. δέμω ανάγεται σε ΙΕ *dem «χτίζω, οικοδομώ, κατασκευάζω» (πρβλ. γοτθ. ga timan, αρχ. άνω γερμ. zeman, νεογερμ. geziemen «αρμόζω, ταιριάζω», που γεννούν όμως αμφιβολίες λόγω τής σημασιολογικής… … Dictionary of Greek
δώμα — H ελεύθερη πάνω επιφάνεια της επίπεδης στέγης ενός κτιρίου· η ταράτσα. Η κατασκευή του δ. οφείλεται κυρίως σε δύο λόγους: αφενός στην έλλειψη επαρκούς ξυλείας ώστε να κατασκευαστεί επικλινής στέγη και αφετέρου στην ανάγκη συλλογής του βρόχινου… … Dictionary of Greek
επιστρωφώ — ἐπιστρωφῶ, άω (Α) 1. επισκέπτομαι, συχνάζω σε έναν τόπο («θεοί... ἐπιστρωφῶσι πόληας», Ομ. Ιλ.) 2. συχνάζω κάπου, μπαινοβγαίνω («δῶμ’ ἐπιστρωφωμένου», Αισχύλ.) 3. έρχομαι κάπου («πόθεν γῆς τῆσδ’ ἐπιστρωφᾷ πέδον;», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί +… … Dictionary of Greek
ετοιμάζω — (ΑΜ ἑτοιμάζω) [έτοιμος] 1. ενεργ. κάνω κάποιον ή κάτι έτοιμο, ετοιμάζω, παρασκευάζω, αποτελειώνω, καταρτίζω («ἐμοὶ γέρας αὐτίχ ἑτοιμάσατ », Ομ. Ιλ.) 2. μέσ. ετοιμάζομαι α) παρασκευάζομαι να κάνω κάτι, προετοιμάζομαι, καθίσταμαι έτοιμος i.… … Dictionary of Greek