δῶμ'

δῶμ'
δῶμαι , δέομαι
lack
pres subj mp 1st sg (attic epic doric)
δῶμαι , δέω 2
lack
pres subj mid 1st sg (attic epic doric ionic)
δῶμι , δίδωμι
Aër.
aor subj act 1st sg (epic)
δῶμι , δίδωμι
Aër.
aor subj act 1st sg (epic)
δῶμαι , δίδωμι
Aër.
aor subj mid 1st sg
δῶμα , δῶμα
house
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • NUPTIAE — a nubendo, quod nova Nupta seu Sponsa flammeô obnupta seu obvelata ad Sponsum olim deducebatur, Alias Matrimonium, Coniugium etc. erat viri et mulieris coniunctio legitima, vitae societatem continens, Ioh. Rosin. Antiqq. Rom. l. 9. c. 3. Quod… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • RECEM — civitasin tribu Beniamin, Ios. c. 18. v. 27. filius Hebron, 1. Paralip. c. 2. v. 43. Rex item Medianitarum, Numer c. 31. v. 8. quem Iosephus, l. 4. scribit sui nominis condidisse urbem, a Graecis postea Petram dictam. Latine, vacuus, vel vanus,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δέμω — (AM) 1. χτίζω, οικοδομώ 2. κατασκευάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. δέμω ανάγεται σε ΙΕ *dem «χτίζω, οικοδομώ, κατασκευάζω» (πρβλ. γοτθ. ga timan, αρχ. άνω γερμ. zeman, νεογερμ. geziemen «αρμόζω, ταιριάζω», που γεννούν όμως αμφιβολίες λόγω τής σημασιολογικής… …   Dictionary of Greek

  • δώμα — H ελεύθερη πάνω επιφάνεια της επίπεδης στέγης ενός κτιρίου· η ταράτσα. Η κατασκευή του δ. οφείλεται κυρίως σε δύο λόγους: αφενός στην έλλειψη επαρκούς ξυλείας ώστε να κατασκευαστεί επικλινής στέγη και αφετέρου στην ανάγκη συλλογής του βρόχινου… …   Dictionary of Greek

  • επιστρωφώ — ἐπιστρωφῶ, άω (Α) 1. επισκέπτομαι, συχνάζω σε έναν τόπο («θεοί... ἐπιστρωφῶσι πόληας», Ομ. Ιλ.) 2. συχνάζω κάπου, μπαινοβγαίνω («δῶμ’ ἐπιστρωφωμένου», Αισχύλ.) 3. έρχομαι κάπου («πόθεν γῆς τῆσδ’ ἐπιστρωφᾷ πέδον;», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί +… …   Dictionary of Greek

  • ετοιμάζω — (ΑΜ ἑτοιμάζω) [έτοιμος] 1. ενεργ. κάνω κάποιον ή κάτι έτοιμο, ετοιμάζω, παρασκευάζω, αποτελειώνω, καταρτίζω («ἐμοὶ γέρας αὐτίχ ἑτοιμάσατ », Ομ. Ιλ.) 2. μέσ. ετοιμάζομαι α) παρασκευάζομαι να κάνω κάτι, προετοιμάζομαι, καθίσταμαι έτοιμος i.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”